-
1 ρητορομάστιγα
-
2 ῥητορομάστιγα
-
3 ῥητορομάστιξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥητορομάστιξ
См. также в других словарях:
ῥητορομάστιγα — ῥητορομάστιξ the Rhetoricians scourge masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)